διαψηφιστής

διαψηφιστής
ο (Α)
1. εισπράκτορας φόρων, λογιστής
2. υποστηρικτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαψηφισταῖς — διαψηφιστής rationalis masc dat pl διαψηφιστός elected fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφισταί — διαψηφιστής rationalis masc nom/voc pl διαψηφιστός elected fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφιστῇ — διαψηφιστής rationalis masc dat sg (attic epic ionic) διαψηφιστός elected fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφιστῶν — διαψηφιστής rationalis masc gen pl διαψηφιστός elected fem gen pl διαψηφιστός elected masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψηφιστάς — διαψηφιστά̱ς , διαψηφιστής rationalis masc acc pl διαψηφιστά̱ς , διαψηφιστής rationalis masc nom sg (epic doric aeolic) διαψηφιστά̱ς , διαψηφιστός elected fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”